Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυγοπονώ — φυγοπονῶ, έω, ΝΜΑ [φυγόπονος] είμαι φυγόπονος, τεμπελιάζω … Dictionary of Greek
φυγοπονώ — φυγοπόνησα, αμτβ., είμαι φυγόπονος (βλ. λ.), βαριέμαι, ακαματεύω, τεμπελιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)